Τόξο στα δανικά
Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόξο
τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας δανικά, τόξο στα δανικά
Μεταφράσεις
- τόλμημα στα δανικά - tyk, venture, risikovillig, venturet
- τόνος στα δανικά - tone, dialekt, tryk, nuance, betoning, accent, tonen, ...
- τόπος στα δανικά - sted, sætte, plads, lægge, hjem, stille, stedet
- τόρνος στα δανικά - drejebænk, lathe, drejebænke
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
Μεταφράσεις: bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow