Τόξο στα ολλανδικά
Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toog, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόξο
τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τόξο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τόλμημα στα ολλανδικά - gedurfd, stoutheid, stoutmoedigheid, lef, brutaal, uitdaging, gedurfdheid, ...
- τόνος στα ολλανδικά - nadruk, nota, accent, aantekening, toon, spanning, nuancering, ...
- τόπος στα ολλανδικά - identificeren, zetten, plaats, positie, ligging, oord, stand, ...
- τόρνος στα ολλανδικά - draaibank, draaischijf, lathe, draaibanken, draaibewerkingen
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toog, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
Μεταφράσεις: toog, boog, boeg, strik, strijkstok, bow