Τύφλωση στα δανικά
Μετάφραση: τύφλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blindhed, blinde, blind
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τύφλωση
τύφλωση προσώπου, τύφλωση pdf, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση και παιδί, τύφλωση λεξικό γλώσσας δανικά, τύφλωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- τύπος στα δανικά - slags, art, mand, opskrift, fyr, oversættelse, typen, ...
- τύρφη στα δανικά - tørv, tørven, peat, tørvejord
- τύχη στα δανικά - lejlighed, tilfælde, tilfældig, held, chance, formue, fortune, ...
- τύψη στα δανικά - samvittighedsnag, samvittighedskvaler, anger, skrupler, skrupler med
Τυχαίες λέξεις
Τύφλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blindhed, blinde, blind
Μεταφράσεις: blindhed, blinde, blind