Τύφλωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: τύφλωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blindheid, verblinding, blind, verblindheid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τύφλωση
τύφλωση προσώπου, τύφλωση pdf, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση και παιδί, τύφλωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τύφλωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τύπος στα ολλανδικά - kerel, recept, sujet, formule, bewerking, interpretatie, uitvoering, ...
- τύρφη στα ολλανδικά - turf, veen, peat, veen-, van turf
- τύχη στα ολλανδικά - wagen, uitzicht, buitenkansje, tref, toevallig, kans, gebeurtenis, ...
- τύψη στα ολλανδικά - wroeging, berouw, compunction, scrupules, scrupule
Τυχαίες λέξεις
Τύφλωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: blindheid, verblinding, blind, verblindheid
Μεταφράσεις: blindheid, verblinding, blind, verblindheid