Τύφλωση στα γαλλικά
Μετάφραση: τύφλωση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aveuglement, cécité, la cécité, l'aveuglement, de cécité
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τύφλωση
τύφλωση προσώπου, τύφλωση pdf, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση και παιδί, τύφλωση λεξικό γλώσσας γαλλικά, τύφλωση στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- τύπος στα γαλλικά - règle, assortir, collègue, genre, membre, classer, ménager, ...
- τύρφη στα γαλλικά - tourbe, la tourbe, de tourbe, de la tourbe, tourbe de
- τύχη στα γαλλικά - fortuit, accident, aléa, occasion, accidentel, possibilité, hasard, ...
- τύψη στα γαλλικά - remords, regret, componction, repentir, scrupule, remord, la componction, ...
Τυχαίες λέξεις
Τύφλωση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: aveuglement, cécité, la cécité, l'aveuglement, de cécité
Μεταφράσεις: aveuglement, cécité, la cécité, l'aveuglement, de cécité