Τύφλωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: τύφλωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осліплення, нерозсудливість, сліпота, засліплення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τύφλωση
τύφλωση προσώπου, τύφλωση pdf, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση και παιδί, τύφλωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τύφλωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τύπος στα ουκρανικά - різновидність, формулювання, парубок, різновид, пару, товариш, малий, ...
- τύρφη στα ουκρανικά - торф'яний, торф
- τύχη στα ουκρανικά - можливість, нагода, шанс, світлоносний, стан, стану
- τύψη στα ουκρανικά - жалкування, розкаяння, каяття, жаль, заперечувати, перестерігати, протестувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Τύφλωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: осліплення, нерозсудливість, сліпота, засліплення
Μεταφράσεις: осліплення, нерозсудливість, сліпота, засліплення