Υποκειμενικός στα δανικά
Μετάφραση: υποκειμενικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
subjektive, subjektiv, subjektiv holdning, nyttigt, på English
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκειμενικός
υποκειμενικός ορισμός, υποκειμενικός συνώνυμο, υποκειμενικόσ ιδεαλισμόσ, υποκειμενικός αντώνυμα, υποκειμενικός αγγλικά, υποκειμενικός λεξικό γλώσσας δανικά, υποκειμενικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- υποκατάστημα στα δανικά - filial, gren, afdeling, branchen, branche
- υποκείμενο στα δανικά - fag, emne, tema, underlagt, omfattet, genstand, forbehold
- υποκειμενικότητα στα δανικά - subjektivitet, subjektiviteten, subjektive, subjektivt
- υποκινητής στα δανικά - mover, Flyt, motor, Moveren, forslagsstilleren
Τυχαίες λέξεις
Υποκειμενικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: subjektive, subjektiv, subjektiv holdning, nyttigt, på English
Μεταφράσεις: subjektive, subjektiv, subjektiv holdning, nyttigt, på English