Υψώνω στα δανικά

Μετάφραση: υψώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elevator, avle, hæve, opdrage, løfte, øge, rejse, rejser, forhøje
Υψώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υψώνω

υψώνω τείχη, υψώνω λεξικό γλώσσας δανικά, υψώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υφιστάμενος στα δανικά - junior, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
  • υψόμετρο στα δανικά - højde, højden, altitude, højder
  • φάκελος στα δανικά - kuvert, konvolut, konvolutten, ramme, rammebeløb
  • φάλαινα στα δανικά - hval, whale, hvaler
Τυχαίες λέξεις
Υψώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elevator, avle, hæve, opdrage, løfte, øge, rejse, rejser, forhøje