Υψώνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: υψώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се подигне, подигне, да се подигне, подигање, подигање на
Υψώνω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υψώνω

υψώνω τείχη, υψώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, υψώνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • υφιστάμενος στα σλαβομακεδονικά - тековната, сегашната, тековните, сегашните, сегашниот
  • υψόμετρο στα σλαβομακεδονικά - надморска височина, височина, надморска висина, висина, надморската височина
  • φάκελος στα σλαβομακεδονικά - коверт, ковертот, плик, плико, пликот
  • φάλαινα στα σλαβομακεδονικά - китот, кит
Τυχαίες λέξεις
Υψώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: се подигне, подигне, да се подигне, подигање, подигање на