Φυσικά στα δανικά
Μετάφραση: φυσικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
naturligvis, selvfølgelig, jo, er naturligvis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυσικά
φυσικά πρόσωπα, φυσικά ε δημοτικού, φυσικά δάκρυα, φυσικά καθαριστικά, φυσικά στ δημοτικού, φυσικά λεξικό γλώσσας δανικά, φυσικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- φυσίγγιο στα δανικά - patron, patronen, blækpatron, kassetten, cylinderampul
- φυσαρμόνικα στα δανικά - harmonika, mundharmonika, mundharpe, harmonica, mundharmonikaen
- φυσική στα δανικά - fysik, fysikken, fysikkens, fysiske
- φυσικός στα δανικά - fysisk, legemlig, fysiske, den fysiske
Τυχαίες λέξεις
Φυσικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: naturligvis, selvfølgelig, jo, er naturligvis
Μεταφράσεις: naturligvis, selvfølgelig, jo, er naturligvis