Φυσικά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: φυσικά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
naturalizar, naturalmente, claro, é claro
Φυσικά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυσικά

φυσικά πρόσωπα, φυσικά ε δημοτικού, φυσικά δάκρυα, φυσικά καθαριστικά, φυσικά στ δημοτικού, φυσικά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φυσικά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • φυσίγγιο στα πορτογαλικά - cartucho, cartucho de, do cartucho, cartuchos, de cartucho
  • φυσαρμόνικα στα πορτογαλικά - harmónica, prejudicial, gaita, harmônica, harmonica, da harmônica
  • φυσική στα πορτογαλικά - médico, física, a física, da física, de física, física de
  • φυσικός στα πορτογαλικά - fotografia, físico, física, físicas, físicos, material
Τυχαίες λέξεις
Φυσικά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: naturalizar, naturalmente, claro, é claro