Χρονικογράφος στα δανικά

Μετάφραση: χρονικογράφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krønikeskriver, kronikør, krønikeskriveren, krønikeren
Χρονικογράφος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρονικογράφος

χρονικογράφος λεξικό γλώσσας δανικά, χρονικογράφος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χρονιά στα δανικά - år, året, års, årets
  • χρονικά στα δανικά - annaler, annalerne, Annals, årbøger
  • χρονικό στα δανικά - krønike, Chronicle, krøniken, kronik
  • χρονικός στα δανικά - tidsmæssige, tidsmæssig, timelige, tidsmæssigt, temporal
Τυχαίες λέξεις
Χρονικογράφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krønikeskriver, kronikør, krønikeskriveren, krønikeren