Ύπουλος στα δανικά
Μετάφραση: ύπουλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
snu, listig, ondskabsfuld, spydig, indsmigrende, catty, katteagtig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύπουλος
συνώνυμο ύπουλος, ύπουλος φίλος, ύπουλος συνώνυμα, ύπουλος αγγλικα, ύπουλος άνθρωπος, ύπουλος λεξικό γλώσσας δανικά, ύπουλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ύπνωση στα δανικά - hypnose, hypnosis, hypnose til
- ύποπτος στα δανικά - mistænkte, mistænkt, mistanke, mistanke om, mistænktes
- ύστατος στα δανικά - ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende
- ύφαλος στα δανικά - rev, Reef, revet, koralrev, af Reef
Τυχαίες λέξεις
Ύπουλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: snu, listig, ondskabsfuld, spydig, indsmigrende, catty, katteagtig
Μεταφράσεις: snu, listig, ondskabsfuld, spydig, indsmigrende, catty, katteagtig