Ύπουλος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ύπουλος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, Katės, catty, Leis, Katė panašus, Viltīgs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύπουλος
συνώνυμο ύπουλος, ύπουλος φίλος, ύπουλος συνώνυμα, ύπουλος αγγλικα, ύπουλος άνθρωπος, ύπουλος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ύπουλος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ύπνωση στα λιθουανικά - hipnozė, Hypnosis, įtaiga, Hipnoze, hipnozės
- ύποπτος στα λιθουανικά - įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam
- ύστατος στα λιθουανικά - pagrindinis, galutinis, galutinė, galutiniam, svarbiausias
- ύφαλος στα λιθουανικά - rifas, Reef, rifų, rifo
Τυχαίες λέξεις
Ύπουλος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gudrus, Katės, catty, Leis, Katė panašus, Viltīgs
Μεταφράσεις: gudrus, Katės, catty, Leis, Katė panašus, Viltīgs