Άνθρωπος στα εσθονικά
Μετάφραση: άνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegelane, isik, inimlik, mees, inimene, rahvas, inimesed, meest, inimese, mehe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνθρωπος
άνθρωπος μεταξουργείο, άνθρωπος ελέφαντας, άνθρωπος είσαι και λυγάς, άνθρωπος από ατσάλι, άνθρωπος δαγκώνει σκύλο, άνθρωπος λεξικό γλώσσας εσθονικά, άνθρωπος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- άνθρακας στα εσθονικά - kivisüsi, süsi, söe, kivisöe, söe-
- άνθρωποι στα εσθονικά - rahvas, inimesed, inimeste, inimesi, inimest, inimestele
- άνισος στα εσθονικά - ühitamatu, kokkusobimatu, ebavõrdne, ebavõrdse, ebavõrdset, ebavõrdseid, ebavõrdsed
- άνοδος στα εσθονικά - ametisseasumine, lisandus, vastuvõtmine, anoodi, anood, anoodide, anoodiga, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωπος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tegelane, isik, inimlik, mees, inimene, rahvas, inimesed, meest, inimese, mehe
Μεταφράσεις: tegelane, isik, inimlik, mees, inimene, rahvas, inimesed, meest, inimese, mehe