Άνθρωπος στα ρουμανικά
Μετάφραση: άνθρωπος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oameni, popor, muritor, om, uman, bărbat, lume, omenesc, neam, omul, omului, barbat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνθρωπος
άνθρωπος μεταξουργείο, άνθρωπος ελέφαντας, άνθρωπος είσαι και λυγάς, άνθρωπος από ατσάλι, άνθρωπος δαγκώνει σκύλο, άνθρωπος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, άνθρωπος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- άνθρακας στα ρουμανικά - cărbune, cărbunelui, de cărbune, carbune, cărbunele
- άνθρωποι στα ρουμανικά - neam, lume, oameni, popor, persoane, oamenii, persoanele, ...
- άνισος στα ρουμανικά - inegal, inegală, inegale, inegalitate, inegala
- άνοδος στα ρουμανικά - adaos, anod, anodic, anodului, anod de, anodică
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωπος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: oameni, popor, muritor, om, uman, bărbat, lume, omenesc, neam, omul, omului, barbat
Μεταφράσεις: oameni, popor, muritor, om, uman, bărbat, lume, omenesc, neam, omul, omului, barbat