Αδιάβροχος στα εσθονικά
Μετάφραση: αδιάβροχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάβροχος
αδιάβροχος aντάπτορας 12v, αδιάβροχος αρμόστοκος, αδιάβροχος σοβάς, αδιάβροχος σάκος, αδιάβροχος στόκος, αδιάβροχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδιάβροχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αδερφικός στα εσθονικά - vennaskonna, vennalik, vennaliku, vennalikku, vennalikust, vennalikuks
- αδερφός στα εσθονικά - vend, venna, venda, vennale
- αδιάθετος στα εσθονικά - enesetunne, ennast halvasti, halva enesetunde, halva enesetunde korral, halb enesetunne
- αδιάκοπος στα εσθονικά - püsiv, konstant, truu, lakkamatu, lõputu, lakkamatult, raugematu, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδιάβροχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-
Μεταφράσεις: veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-