Αδιάβροχος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αδιάβροχος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízálló, vízhatlan, vízzáró
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάβροχος
αδιάβροχος aντάπτορας 12v, αδιάβροχος αρμόστοκος, αδιάβροχος σοβάς, αδιάβροχος σάκος, αδιάβροχος στόκος, αδιάβροχος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδιάβροχος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αδερφικός στα ουγγρικά - testvéri, felebaráti, a testvéri, testvéries, atyafiúi
- αδερφός στα ουγγρικά - öcs, fiútestvér, testvér, testvére, bátyja, testvérem, bátyám
- αδιάθετος στα ουγγρικά - indiszponált, közérzet, jól magát, rosszullét, rossz közérzet
- αδιάκοπος στα ουγγρικά - szakadatlan, szüntelen, a szüntelen, szüntelenül, szűnő
Τυχαίες λέξεις
Αδιάβροχος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vízálló, vízhatlan, vízzáró
Μεταφράσεις: vízálló, vízhatlan, vízzáró