Αδιάβροχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αδιάβροχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάβροχος
αδιάβροχος aντάπτορας 12v, αδιάβροχος αρμόστοκος, αδιάβροχος σοβάς, αδιάβροχος σάκος, αδιάβροχος στόκος, αδιάβροχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδιάβροχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αδερφικός στα ολλανδικά - broederlijk, broederlijke, broederliefde, de broederlijke, gebroederlijk
- αδερφός στα ολλανδικά - kornuit, broer, makker, kameraad, broeder, maat, broertje, ...
- αδιάθετος στα ολλανδικά - onwel, zich onwel, onwel voelt, onwel zijn, van onwel
- αδιάκοπος στα ολλανδικά - gestaag, gestadig, constant, bestendig, stabiel, standvastig, onophoudelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδιάβροχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof
Μεταφράσεις: waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof