Αναμόρφωση στα εσθονικά
Μετάφραση: αναμόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reformatsioon, parandamine, uuendus, muutmine, ümberkujundamine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναμόρφωση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αναμφίβολος στα εσθονικά - kaheldamatu, Epäilyksetön, vaieldamatult, edaspidistele vaieldamatutele, vaieldamatutele
- αναμφισβήτητα στα εσθονικά - kahtlemata, vaieldamatult, on vaieldamatult, vaieldamatu, põhjal vaieldamatult
- ανανέωση στα εσθονικά - uuendamine, pikendus, uuendamisel, uuendamise, pikendamise, uuendamist
- ανανεώνω στα εσθονικά - värskendama, Värskenda, värskendussagedus, refresh, värskendamine
Τυχαίες λέξεις
Αναμόρφωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: reformatsioon, parandamine, uuendus, muutmine, ümberkujundamine
Μεταφράσεις: reformatsioon, parandamine, uuendus, muutmine, ümberkujundamine