Αναμόρφωση στα τούρκικα
Μετάφραση: αναμόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reformasyon, reformasyonu, düzeltme, yeniden düzenleme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναμόρφωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναμφίβολος στα τούρκικα - kesin, şüphesiz, şüphe götürmez, türlü şüpheden uzak, türlü şüpheden uzak olan
- αναμφισβήτητα στα τούρκικα - tartışmasız, tartışılmaz, tartışmasız bir, tartışmasız olarak, tartışmasız biçimde
- ανανέωση στα τούρκικα - yenileme, yenilenme, yenilenmesi, bir yenilenme, Renewal
- ανανεώνω στα τούρκικα - yenileme, Yenile, yenilemek, refresh, tazeleme
Τυχαίες λέξεις
Αναμόρφωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: reformasyon, reformasyonu, düzeltme, yeniden düzenleme
Μεταφράσεις: reformasyon, reformasyonu, düzeltme, yeniden düzenleme