Αναμόρφωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναμόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reforma, reformação, da Reforma, Reformation, a reforma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση
αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναμόρφωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναμφίβολος στα πορτογαλικά - indubitável, incontestável, indubitáveis, indiscutível, inquestionável
- αναμφισβήτητα στα πορτογαλικά - indiscutivelmente, incontestavelmente, indisputably, indiscutível
- ανανέωση στα πορτογαλικά - renovação, de renovação, a renovação, renovação de, prorrogação
- ανανεώνω στα πορτογαλικά - refrescar, atualização, de atualização, refresh, actualização
Τυχαίες λέξεις
Αναμόρφωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reforma, reformação, da Reforma, Reformation, a reforma
Μεταφράσεις: reforma, reformação, da Reforma, Reformation, a reforma