Αναμόρφωση στα ιταλικά

Μετάφραση: αναμόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riforma, della Riforma, riformazione, di riforma
Αναμόρφωση στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμόρφωση

αναμόρφωση δαπανών 2013, αναμόρφωση δαπανών λόγω ύπαρξης αφορολογήτων εσόδων(§ 8), αναμόρφωση σημασία, αναμόρφωση δόσεων, αναμόρφωση δόσεων φόρου εισοδήματος, αναμόρφωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναμόρφωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναμφίβολος στα ιταλικά - indubitabile, indubbio, indubbia, indubitable, indiscutibile
  • αναμφισβήτητα στα ιταλικά - indiscutibilmente, incontestabilmente, dubbio, senza dubbio, indubbiamente
  • ανανέωση στα ιταλικά - allungamento, rinnovamento, rinnovo, di rinnovo, il rinnovo, di rinnovamento
  • ανανεώνω στα ιταλικά - rinfrescare, Aggiorna, aggiornamento, di aggiornamento, Refresh
Τυχαίες λέξεις
Αναμόρφωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riforma, della Riforma, riformazione, di riforma