Ανεκτικός στα εσθονικά

Μετάφραση: ανεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tolerantne, salliv, vastupidav, tolerantsed, sallivad, sallivam
Ανεκτικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεκτικός

ανεκτικός στα αγγλικά, ανεκτικός αγγλικά, ανεκτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανεκτικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανειλικρινής στα εσθονικά - ebasiiras, valsk, võlts, võltsimaks, Teeskentelevä, juveeltoodete
  • ανεκτίμητος στα εσθονικά - hindamatu, hindamatu väärtusega, hindamatud, hindamatuid, hindamatut
  • ανεκτικότητα στα εσθονικά - tolerants, taluvusvõime, sallivus, tolerantsus, sallivuse, sallivust, tolerantsuse
  • ανεκτός στα εσθονικά - talutav, väljakannatatav, vastuvõetav, aktsepteeritava, lubatava, talutavad, talutavaid
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tolerantne, salliv, vastupidav, tolerantsed, sallivad, sallivam