Διαβρώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαβρώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murenema, kulutama, roostetama, korrodeerida, korrodeeru, võivad korrodeerida, korrodeerivad
Διαβρώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβρώνω

διακρίνω συνώνυμα, διαβρώνω συνώνυμα, διαβρώνω ετυμολογία, διαβρώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαβρώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαβολή στα εσθονικά - kallaletung, laim, laimu, klatš, laimus, laidujutt
  • διαβολικός στα εσθονικά - jälk, nurjatu, üleannetu, põrgulisetaoline, Ilkikurinen, Pahankurinen, Vallaton
  • διαβόητος στα εσθονικά - kurikuulus, jõletu, üldtuntud, kurikuulsa, tuntud, kurikuulsat, kurikuulsad
  • διαγράφω στα εσθονικά - näritud, siluett, kustutama, kustutada, kustutamiseks, kustutamine, kustutage
Τυχαίες λέξεις
Διαβρώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: murenema, kulutama, roostetama, korrodeerida, korrodeeru, võivad korrodeerida, korrodeerivad