Διαβρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαβρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
corroderen, aantasten, corrosie, roesten, tasten
Διαβρώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβρώνω

διακρίνω συνώνυμα, διαβρώνω συνώνυμα, διαβρώνω ετυμολογία, διαβρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαβρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαβολή στα ολλανδικά - eerroof, laster, smaad, belasteren, lasteren, lastering
  • διαβολικός στα ολλανδικά - schalks, ondeugende, schelmse, impish, ondeugend
  • διαβόητος στα ολλανδικά - eerloos, berucht, beruchte, bekend, bekende, notoire
  • διαγράφω στα ολλανδικά - schaduwbeeld, uitvegen, silhouet, afwissen, wegwissen, wegvegen, afvegen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαβρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: corroderen, aantasten, corrosie, roesten, tasten