Διαβρώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαβρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ėsdinti, rūdyti, Nokodināt, koroduoti, rūdijimą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβρώνω
διακρίνω συνώνυμα, διαβρώνω συνώνυμα, διαβρώνω ετυμολογία, διαβρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαβρώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαβολή στα λιθουανικά - šmeižtas, šmeižimas, apkalba, apkalbinėjimas, liežuvavimas
- διαβολικός στα λιθουανικά - padykęs, nutrūktgalviškas, Echidna, išdykėliškas, Draiskulīgs
- διαβόητος στα λιθουανικά - pagarsėjęs, žinomi, liūdnai pagarsėjęs, žinomas, pagarsėjusi
- διαγράφω στα λιθουανικά - skusti, panaikinti, išbraukti, ištrinti, pašalinti, i¹trinti
Τυχαίες λέξεις
Διαβρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ėsdinti, rūdyti, Nokodināt, koroduoti, rūdijimą
Μεταφράσεις: ėsdinti, rūdyti, Nokodināt, koroduoti, rūdijimą