Εντατικά στα εσθονικά

Μετάφραση: εντατικά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pingsalt, intensiivselt, intensiivsemalt, intensiivset, aktiivselt
Εντατικά στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντατικά

εντατικά γαλλικά, εντατικά εκτατικά μεγέθη, εντατικά μαθήματα ισπανικών, εντατικά μαθήματα χειρουργικήσ, εντατικά αγγλικά, εντατικά λεξικό γλώσσας εσθονικά, εντατικά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενσωματώνω στα εσθονικά - ühendama, väljendama, hõlmama, kehastama, sisaldama, kehastavad, väljendavad, ...
  • εντάσσω στα εσθονικά - munsterdama, registreerima, värbama, ma, I, Mul, mu, ...
  • εντατικοποίηση στα εσθονικά - ägenemine, intensiivistamine, intensiivistamist, intensiivistamise, tugevdamine, intensiivistumise
  • εντατικός στα εσθονικά - intensiivne, pingeline, intensiivse, intensiivset, intensiivselt, intensiivsete
Τυχαίες λέξεις
Εντατικά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pingsalt, intensiivselt, intensiivsemalt, intensiivset, aktiivselt