Καθαρίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: καθαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laitmatu, lihvima, puhas, koorima, tühi, parandama, koor, küürimine, läbi kammima, nühkimine, küürima, pesemisest saadud
Καθαρίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίζω

καθαρίζω καμινάδα από κάπνα, καθαρίζω συνώνυμα, καθαρίζω την κύπρο σε μια μέρα, καθαρίζω το φούρνο, καθαρίζω για τη γυναίκα μου 1987, καθαρίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαρίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθαιρώ στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, lustrate
  • καθαρά στα εσθονικά - nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, ...
  • καθαρίστρια στα εσθονικά - koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
  • καθαρισμός στα εσθονικά - puhastus, puhastamine, puhastamiseks, puhastamise, puhastavat, puhastav
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laitmatu, lihvima, puhas, koorima, tühi, parandama, koor, küürimine, läbi kammima, nühkimine, küürima, pesemisest saadud