Κατακεραυνώνω στα εσθονικά
Μετάφραση: κατακεραυνώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võõrutussümptom, katakerafnono
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακεραυνώνω
κατακεραυνώνω συνωνυμο, κατακεραυνώνω συνωνυμα, κατακεραυνώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατακεραυνώνω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καταιγισμός στα εσθονικά - tahteline, tervitama, rahe, dušš, hotellid, teler, shower, ...
- κατακάθι στα εσθονικά - muda, sete, setete, sette, settes, setted
- κατακλυσμός στα εσθονικά - tulv, tulvavesi, veeuputus, kataklüsm, katastroof, kataklüsmiga, Loodusõnnetus
- κατακλύζομαι στα εσθονικά - küsimustega, veeuputus, uputus, veeuputust, uputama, deluge
Τυχαίες λέξεις
Κατακεραυνώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võõrutussümptom, katakerafnono
Μεταφράσεις: võõrutussümptom, katakerafnono