Κατακεραυνώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: κατακεραυνώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verflensen, kwijnen, verdorren, katakerafnono
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακεραυνώνω
κατακεραυνώνω συνωνυμο, κατακεραυνώνω συνωνυμα, κατακεραυνώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατακεραυνώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καταιγισμός στα ολλανδικά - vloed, bergstroom, stroom, hagel, douche, een douche, bad, ...
- κατακάθι στα ολλανδικά - bezinksel, afzetting, neerslag, sediment, sedimenten, het sediment
- κατακλυσμός στα ολλανδικά - overstroming, vloed, zondvloed, inundatie, watersnood, watervloed, natuurramp, ...
- κατακλύζομαι στα ολλανδικά - bombarderen, bekogelen, beschieten, stortvloed, zondvloed, vloed, deluge, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατακεραυνώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verflensen, kwijnen, verdorren, katakerafnono
Μεταφράσεις: verflensen, kwijnen, verdorren, katakerafnono