Καταπολεμώ στα εσθονικά

Μετάφραση: καταπολεμώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võitlus, lahing, võitlema, lahingutegevus, vaidlen vastu, vaidlen, muutub küsitavaks, Seada kahtluse alla, Seada kahtluse
Καταπολεμώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπολεμώ

καταπολεμώ συνώνυμο, καταπολεμώ συνώνυμα, καταπολεμώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταπολεμώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καταπληκτικός στα εσθονικά - Ihmeellinen, hiigelsaavutust, Tohutu, imekspandavat, kirg tablett
  • καταπνίγω στα εσθονικά - kork, Cork, korgist, korgi, korgist tooted
  • καταποντίζω στα εσθονικά - kugistama, valamu, kraanikauss, kraanikaussi, kraanikausi, sink
  • καταπραΰνω στα εσθονικά - sundimatus, lõdvestuma, kergendama, leevendama, rahustama, rahustab, leevendada, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταπολεμώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võitlus, lahing, võitlema, lahingutegevus, vaidlen vastu, vaidlen, muutub küsitavaks, Seada kahtluse alla, Seada kahtluse