Καταπολεμώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: καταπολεμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воювати, бій, оскаржувати, заперечувати, оспорювати, оскаржуватиме, оскаржуватимуть
Καταπολεμώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπολεμώ

καταπολεμώ συνώνυμο, καταπολεμώ συνώνυμα, καταπολεμώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταπολεμώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καταπληκτικός στα ουκρανικά - чудовий, дивовижний, дивний, дивовижна, дивовижне
  • καταπνίγω στα ουκρανικά - подавити, приховувати, конфіскувати, забороняти, пробка, затор, корок
  • καταποντίζω στα ουκρανικά - засипати, поглинати, засинати, поглиньте, раковина, мушля, умивальник
  • καταπραΰνω στα ουκρανικά - заспокоїти, спокій, полегшувати, пом'якшувати, втішати, легкість, невимушеність, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταπολεμώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: воювати, бій, оскаржувати, заперечувати, оспорювати, оскаржуватиме, оскаржуватимуть