Νεότητα στα εσθονικά
Μετάφραση: νεότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
noorsugu, noorus, noorte, noored, noorsoo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεότητα
νεότητα θήρας, νεότητα ορισμός, νεότητα αποφθέγματα, νεότητα ερμιονίδας, νεότητα αρχιεπισκοπής, νεότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, νεότητα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- νεφρό στα εσθονικά - neer, neeru, neerude, neeru-, neerud
- νεωτεριστικός στα εσθονικά - uuenduslik, modernistlik, modernistliku, modernistlikust, modernistlikku, modernistlikke
- νεύρο στα εσθονικά - ergutama, jultumus, närv, närvi, närvide, närve, närvidega
- νεύω στα εσθονικά - märguanne, signaal, tukkuma, noogutama, noogutus, noogutavad, noogutusega
Τυχαίες λέξεις
Νεότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: noorsugu, noorus, noorte, noored, noorsoo
Μεταφράσεις: noorsugu, noorus, noorte, noored, noorsoo