Νεότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: νεότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jongere, jeugdigheid, jong, jeugd, jongeren, youth, de jeugd, jeugdzaken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεότητα
νεότητα θήρας, νεότητα ορισμός, νεότητα αποφθέγματα, νεότητα ερμιονίδας, νεότητα αρχιεπισκοπής, νεότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νεότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νεφρό στα ολλανδικά - nier, nieren, de nieren, nier-
- νεωτεριστικός στα ολλανδικά - modernistisch, modernistische, modernistic, de modernistische
- νεύρο στα ολλανδικά - durf, gedurfdheid, vermetelheid, moed, zenuw, lef, stoutmoedigheid, ...
- νεύω στα ολλανδικά - vertonen, aanwijzen, uitduiden, teken, sein, tonen, tekenen, ...
Τυχαίες λέξεις
Νεότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jongere, jeugdigheid, jong, jeugd, jongeren, youth, de jeugd, jeugdzaken
Μεταφράσεις: jongere, jeugdigheid, jong, jeugd, jongeren, youth, de jeugd, jeugdzaken