Συνταιριάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: συνταιριάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühitama, tikk, kokku sobima, sobi, mahu, mahtuda, sobituda
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταιριάζω
συνταιριάζω συνώνυμα, συνταιριάζω λεξικό, συνταιριάζω συνώνυμο, συνταιριάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνταιριάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συνταγματάρχης στα εσθονικά - kolonel, koloneli, polkovnik, kolonelleitnant, colonel
- συνταγματικός στα εσθονικά - loomupärane, konstitutsiooniline, üldfüüsiline, põhiseaduslik, põhiseadusliku, põhiseaduslike, põhiseadusest tulenevate
- συνταξιούχος στα εσθονικά - pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid
- συνταρακτικός στα εσθονικά - sütitav, šokeeriv, šokeerivad, šokeerivat, šokeeriva
Τυχαίες λέξεις
Συνταιριάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ühitama, tikk, kokku sobima, sobi, mahu, mahtuda, sobituda
Μεταφράσεις: ühitama, tikk, kokku sobima, sobi, mahu, mahtuda, sobituda