Συνταιριάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συνταιριάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вклопат во, вклопи во, се вклопуваат во, вклопуваат во, се вклопат во
Συνταιριάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταιριάζω

συνταιριάζω συνώνυμα, συνταιριάζω λεξικό, συνταιριάζω συνώνυμο, συνταιριάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνταιριάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματάρχης στα σλαβομακεδονικά - полковник, полковникот, полковник на, полковник во
  • συνταγματικός στα σλαβομακεδονικά - уставни, уставните, уставниот, уставна, уставното
  • συνταξιούχος στα σλαβομακεδονικά - во пензија, пензија, пензионираниот, пензионирани, пензиониран
  • συνταρακτικός στα σλαβομακεδονικά - шокантна, шокантен, шокантно, Шокантната, шокантни
Τυχαίες λέξεις
Συνταιριάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вклопат во, вклопи во, се вклопуваат во, вклопуваат во, се вклопат во