Έδαφος στα ισλανδικά
Μετάφραση: έδαφος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástæða, land, jörð, landa, lenda, jarðvegur, jörðu, jörðu niðri, á jörðu niðri, jarðar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδαφος
έδαφος ph, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος ελλάδας, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος βρετανικού ινδικού ωκεανού, έδαφος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έδαφος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έγχρωμος στα ισλανδικά - litur, litað, lituð, lit., lituðum, litaður
- έγχυμα στα ισλανδικά - innrennsli, innrennslið, innrennsli í, innrennslis, innrennslislyf
- έδρα στα ισλανδικά - stóll, bekkur, sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis
- έδρανο στα ισλανδικά - bekkur, fas, bera, ber, borið, miðun
Τυχαίες λέξεις
Έδαφος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ástæða, land, jörð, landa, lenda, jarðvegur, jörðu, jörðu niðri, á jörðu niðri, jarðar
Μεταφράσεις: ástæða, land, jörð, landa, lenda, jarðvegur, jörðu, jörðu niðri, á jörðu niðri, jarðar