Έδαφος στα ρουμανικά
Μετάφραση: έδαφος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cartier, ateriza, ţară, naţiune, pământ, teritoriu, sol, teren, la sol, motiv
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδαφος
έδαφος ph, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος ελλάδας, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος βρετανικού ινδικού ωκεανού, έδαφος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, έδαφος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- έγχρωμος στα ρουμανικά - culori, culoare, colorat, colorate, de culoare, culoarea
- έγχυμα στα ρουμανικά - infuzie, perfuzie, perfuzabilă, de perfuzie, perfuziei
- έδρα στα ρουμανικά - scaun, banc, scaunului, loc, scaunul, resedinta
- έδρανο στα ρουμανικά - înfăţişare, banc, taburet, rulment, lagăr, lagărului, care poartă, ...
Τυχαίες λέξεις
Έδαφος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cartier, ateriza, ţară, naţiune, pământ, teritoriu, sol, teren, la sol, motiv
Μεταφράσεις: cartier, ateriza, ţară, naţiune, pământ, teritoriu, sol, teren, la sol, motiv