Έφηβος στα ισλανδικά
Μετάφραση: έφηβος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unglingur, unglingar, unglinga, unglingum, unglings
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έφηβος
έφηβοσ έχει αλλαγέσ συμπεριφορά διάθεση, ο έφηβοσ, έφηβοσ ετυμολογία, έφηβος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έφηβος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- έτσι στα ισλανδικά - svo, þannig, þannig að, það, svo að
- έφεση στα ισλανδικά - höfða, kæra, áfrýjun, áfrýjunar, Málskot
- έφορος στα ισλανδικά - sýningarstjóri, safnvörður, vördur, sýningastjóri, sýningastjórinn
- έφυγα στα ισλανδικά - vinstri, ég, I, sem ég, að ég
Τυχαίες λέξεις
Έφηβος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unglingur, unglingar, unglinga, unglingum, unglings
Μεταφράσεις: unglingur, unglingar, unglinga, unglingum, unglings