Αγγειοπλαστική στα ισλανδικά
Μετάφραση: αγγειοπλαστική, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leirmuni, Pottery, Brúður, leirkeragerð, leirmunir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγειοπλαστική
αγγειοπλαστική στην αρχαία ελλάδα, αγγειοπλαστική τέχνη, αγγειοπλαστική καρδιάς, αγγειοπλαστική επέμβαση με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αγγειοπλαστική στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αγγειακός στα ισλανδικά - æðum, æða, æðasjúkdómum, æðar, æðakerfi
- αγγειοπλάστης στα ισλανδικά - Potter, leirkerasmiður, leirkerasmiðurinn, Leirkerjasmiðurinn
- αγγελικός στα ισλανδικά - Angelic
- αγγελιοφόρος στα ισλανδικά - sendiboði, boðberi, sendimaður, Messenger, sendimaðurinn
Τυχαίες λέξεις
Αγγειοπλαστική στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leirmuni, Pottery, Brúður, leirkeragerð, leirmunir
Μεταφράσεις: leirmuni, Pottery, Brúður, leirkeragerð, leirmunir