Αγγειοπλαστική στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγγειοπλαστική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aardewerk, pottenbakkerij, Pottery, keramiek, pottenbakken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγειοπλαστική
αγγειοπλαστική στην αρχαία ελλάδα, αγγειοπλαστική τέχνη, αγγειοπλαστική καρδιάς, αγγειοπλαστική επέμβαση με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγγειοπλαστική στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγγειακός στα ολλανδικά - vaat-, vasculaire, vasculair, de vasculaire, bloedvaten
- αγγειοπλάστης στα ολλανδικά - pottenbakker, Potter, de pottenbakker, pottenbakker van, de pottenbakker van
- αγγελικός στα ολλανδικά - engelachtig, engelachtige, engelen, engel, angelic
- αγγελιοφόρος στα ολλανδικά - afgezant, gezant, bode, koerier, loper, boodschapper, Messenger
Τυχαίες λέξεις
Αγγειοπλαστική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aardewerk, pottenbakkerij, Pottery, keramiek, pottenbakken
Μεταφράσεις: aardewerk, pottenbakkerij, Pottery, keramiek, pottenbakken