Αδικία στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδικία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óréttlæti, ranglæti, misrétti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδικία
ψυχολογία αδικία, η αδικία, αδικία συνώνυμο, αδικία μεταξύ ανθρώπων, ονειροκρίτης αδικία, αδικία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδικία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδιαφανής στα ισλανδικά - ógegnsætt, ógagnsæ, ógegnsæ, ógagnsætt
- αδιαφορία στα ισλανδικά - afskiptaleysi, skeytingarleysi, fólginn í litlum áhuga, tómlæti í trúarefnum
- αδράνεια στα ισλανδικά - tregðu, tregða
- αδρανής στα ισλανδικά - iðjalaus, óvirkt, óvirk, óvirkur, óvirk við, óvirkar
Τυχαίες λέξεις
Αδικία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óréttlæti, ranglæti, misrétti
Μεταφράσεις: óréttlæti, ranglæti, misrétti