Αδικία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδικία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
injustiça, a injustiça, injustiças, da injustiça
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδικία
ψυχολογία αδικία, η αδικία, αδικία συνώνυμο, αδικία μεταξύ ανθρώπων, ονειροκρίτης αδικία, αδικία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδικία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδιαφανής στα πορτογαλικά - opaco, opaca, opacos, opacas, opacidade
- αδιαφορία στα πορτογαλικά - indolência, apatia, langor, indiferença, a indiferença, de indiferença, da indiferença, ...
- αδράνεια στα πορτογαλικά - estupor, inércia, de inércia, a inércia, da inércia
- αδρανής στα πορτογαλικά - vão, inerte, inativo, inativa, inactivo, inativos, inactiva
Τυχαίες λέξεις
Αδικία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: injustiça, a injustiça, injustiças, da injustiça
Μεταφράσεις: injustiça, a injustiça, injustiças, da injustiça