Αδικία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδικία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onrechtvaardigheid, onrecht, ongerechtigheid, het onrecht, onrechtvaardig
Αδικία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδικία

ψυχολογία αδικία, η αδικία, αδικία συνώνυμο, αδικία μεταξύ ανθρώπων, ονειροκρίτης αδικία, αδικία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδικία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδιαφανής στα ολλανδικά - donker, obscuur, onbepaald, onbekend, vaag, ondoorzichtig, ondoorzichtige, ...
  • αδιαφορία στα ολλανδικά - nonchalance, flegma, dofheid, wezenloosheid, lusteloosheid, apathie, onverschilligheid, ...
  • αδράνεια στα ολλανδικά - traagheid, inertie, massatraagheid, de traagheid, inertia
  • αδρανής στα ολλανδικά - traag, bewegingloos, energieloos, lui, inactief, inactieve, actief, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδικία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onrechtvaardigheid, onrecht, ongerechtigheid, het onrecht, onrechtvaardig