Ακυρότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ακυρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ógilding
Ακυρότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακυρότητα

ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος, ακυρότητα διοικητικής πράξης, ακυρότητα συμβολαίου, ακυρότητα δικαιοπραξίας, ακυρότητα ψηφοδελτίων, ακυρότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακυρότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακτινοβολώ στα ισλανδικά - Ljómi, Glitter, glitrandi
  • ακτινοβόλος στα ισλανδικά - geislandi, Radiant, geislar, ljóss, blómleg
  • ακυρώνω στα ισλανδικά - hætta, hætta við, að hætta, ensku, fá ensku
  • ακόλαστος στα ισλανδικά - Libertine
Τυχαίες λέξεις
Ακυρότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Ógilding