Ακυρότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακυρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeldigheid, nietigheid, nietigverklaring, nietig, de nietigheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακυρότητα
ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος, ακυρότητα διοικητικής πράξης, ακυρότητα συμβολαίου, ακυρότητα δικαιοπραξίας, ακυρότητα ψηφοδελτίων, ακυρότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακυρότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακτινοβολώ στα ολλανδικά - stralen, uitstralen, schitteren, glans, schittering, glitter, schitter
- ακτινοβόλος στα ολλανδικά - stralend, stralende, stralingswarmte, radiant, stralingsenergie
- ακυρώνω στα ολλανδικά - ontbinden, herroeping, afgelasten, ontbinding, annuleren, intrekking, afzeggen, ...
- ακόλαστος στα ολλανδικά - losbol, losbandig, vrijdenker, libertijn, libertijnse
Τυχαίες λέξεις
Ακυρότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongeldigheid, nietigheid, nietigverklaring, nietig, de nietigheid
Μεταφράσεις: ongeldigheid, nietigheid, nietigverklaring, nietig, de nietigheid