Αναγνωριζόμενος στα ισλανδικά

Μετάφραση: αναγνωριζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðurkennd, viðurkennt, færð, færðar, þekkt
Αναγνωριζόμενος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγνωριζόμενος

αναγνωριζόμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναγνωριζόμενος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναγκαιότητα στα ισλανδικά - nauðsyn, nauðsynleg, nauðsyn þess, nauðsynlegt
  • αναγνωρίζω στα ισλανδικά - viðurkenna, meðganga, þekkja, að viðurkenna, kannast, grein
  • αναγνωριστικός στα ισλανδικά - kennsl, skilríkja, skilríkja með, er skilríkja, er skilríkja með
  • αναγνώριση στα ισλανδικά - viðurkenning, viðurkenningu, orðstír, viðurkenningar, bera kennsl
Τυχαίες λέξεις
Αναγνωριζόμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: viðurkennd, viðurkennt, færð, færðar, þekkt