Αναγνωριζόμενος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναγνωριζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визнаний
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναγνωριζόμενος
αναγνωριζόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναγνωριζόμενος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναγκαιότητα στα ουκρανικά - нестаток, злидні, неминучість, убогість, потреба, необхідність, необхідності, ...
- αναγνωρίζω στα ουκρανικά - розрізнювати, оцінювати, розрізняти, визнавати, самітницький, усвідомлювати, цінувати, ...
- αναγνωριστικός στα ουκρανικά - ідентифікація, ідентифікатор, ідентифікацію
- αναγνώριση στα ουκρανικά - подяку, зізнання, визнавати, взнати, визнати, освідчення, вдячність, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναγνωριζόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: визнаний
Μεταφράσεις: визнаний