Αντιστέκομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: αντιστέκομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
standast, staðist, að standast, gegn, sporna
Αντιστέκομαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι

αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο, αντιστέκομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αντιστέκομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αντιπροσωπεύω στα ισλανδικά - tákna
  • αντιπρόσωπος στα ισλανδικά - fulltrúi, fulltrúa, dæmigert, dæmigerð, dæmigert fyrir
  • αντισταθμίζω στα ισλανδικά - sjálfstjórn
  • αντιστοιχώ στα ισλανδικά - svara, samsvara, samræmi, í samræmi, samsvarar
Τυχαίες λέξεις
Αντιστέκομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: standast, staðist, að standast, gegn, sporna